Διαβήτης
Ο σακχαρώδης διαβήτης συνιστά ένα σύνολο μεταβολικών ασθενειών, το οποίο χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία λόγω αντίστασης στη δράση της ινσουλίνης ή/και σχετικής έλλειψής της, λόγω δυσλειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος. Η ινσουλίνη αποτελεί μια αναβολική ορμόνη η οποία παράγεται από τα β- κύτταρα του παγκρέατος και ρυθμίζει τη συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα, προωθώντας την είσοδό της στα κύτταρα των ιστών και κυρίως του ήπατος, των σκελετικών μυών και του λιπώδους ιστού. Τα συμπτώματα του νοσήματος περιλαμβάνουν την υπεργλυκαιμία, την πολυδιψία, την πολυουρία και την απώλεια βάρους.
Ο διαβήτης μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε 4 μορφές ως: προδιαβήτης, διαβήτης της κύησης, σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι και σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ. Ο ΣΔ Ι αποτελεί ένα αυτοάνοσο νόσημα στο οποίο οι ασθενείς έχουν πλήρη ένδεια ινσουλίνης και απαιτούν ολοκληρωτική εξωγενή χορήγηση αυτής. Ο ΣΔ ΙΙ εκδηλώνεται συνήθως σε μεγαλύτερες ηλικίες και ευθύνεται για το 90% των περιπτώσεων πάθησης. Οι ασθενείς με ΣΔ ΙΙ παράγουν μικρές ποσότητες ινσουλίνης και ακολουθούν συνήθως φαρμακευτική αγωγή με σκευάσματα ινσουλίνης ή/και υπογλυκαιμικά φάρμακα. Η διαταραγμένη δράση της ινσουλίνης στον ΣΔ μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχές πήξης και πρόσληψη βάρους και σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη μεταβολικού συνδρόμου, δηλαδή την παρουσία στο άτομο δύο-τριών παραγόντων εκ της υπέρτασης, της χαμηλής HDL, των αυξημένων τριγλυκεριδίων, της μεγάλης περιφέρειας μέσης και της υπεργλυκαιμίας.
Η διατροφική αντιμετώπιση του νοσήματος έγκειται στον ορθό προγραμματισμό λήψης υδατανθράκων (γλυκόζης) από την τροφή και λήψης της φαρμακευτικής αγωγής και απαιτεί εξατομίκευση, υπό την επίβλεψη ιατρού και διαιτολόγου. Οι κατευθυντήριες οδηγίες υποδεικνύουν τη συμμόρφωση σε δίαιτα ισοθερμιδική ή ελαφρώς υποθερμιδική, καθώς φαίνεται πως μια μικρή απώλεια βάρους σε υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα, αυξάνει σημαντικά την ευαισθησία των ιστών στη δράση της ινσουλίνης. Για την επίτευξη ευγλυκαιμίας, συστήνεται η κατανάλωση μικρών και συχνών γευμάτων (5-6 γεύματα/ημέρα), τροφίμων χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη (προϊόντα ολικής άλεσης,όσπρια, μήλα, λαχανικά, γαλακτοκομικά) και η πρόσληψη 25-50g φυτικών ινών/ημέρα, καθώς επιδρούν άμεσα θετικά στην ύπαρξη ευγλυκαιμίας. Η κατανάλωση πρωτεϊνών θα πρέπει να γίνεται από τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λιπίδια (ψάρι, αυγό, λευκά κρέατα), ενώ θα πρέπει να υπάρχει περιορισμός των τροφίμων πλούσιων σε απλά σάκχαρα (π.χ. αναψυκτικά) και των έτοιμων γευμάτων «απ’έξω». Υπογραμμίζεται η μέτρια κατανάλωση αλατιού και αλκοόλ και ο σημαντικός ρόλος της άσκησης στην επίτευξη γλυκαιμικού ελέγχου. Θυμηθείτε: ένας καλά ρυθμισμένος ΣΔ σημαίνει καλό επίπεδο ποιότητας ζωής!